μικρογράφος

μικρογράφος
ο
1. αυτός που εκτελεί μικρογραφίες
2. όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η σχεδίαση εικόνων σε πολύ μικρές διαστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο περ. Νέα Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικρογράφος — ο αυτός που κάνει μικρογραφίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • μικρογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικρογραφία 2. αυτός που εκτελείται με μικρογραφία («μικρογραφική εικόνα») 3. φρ. α) «μικρογραφική ανάλυση» (χημ. μεταλλ.) η μελέτη τών μετάλλων και τών κραμάτων στο μικροσκόπιο, συμπεριλαμβανομένης και… …   Dictionary of Greek

  • Έγκλεχαρτ, Τζoρτζ — (George Engleheart, 1752 – 1829). Άγγλος μικρογράφος. Διετέλεσε μαθητής του Γ. Μπάρετ και κατόπιν του σερ Τζόσουα Ρέινολντς, του οποίου τα έργα αντέγραψε σε πολυάριθμα αντίτυπα (μινιατούρες). Επιδόθηκε στη δημιουργία πορτρέτων, ανάμεσα στα οποία… …   Dictionary of Greek

  • Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Τουρριανός, Νικόλαος — Έλληνας κωδικογράφος και μικρογράφος της εποχής της Αναγέννησης (Κρήτη 1535/1540 – Νάπολη 1608/1610). Γύρω στα 1559 πήγε από την Κρήτη στη Βενετία και στην Πάντοβα όπου εργάστηκε εντατικά στην αντιγραφή ελληνικών κυρίως χειρογράφων για λογαριασμό …   Dictionary of Greek

  • Φούγκερ, Φρίντριχ Χάννριχ — (Füger, Χάιλμπρον 1751 – Βιέννη 1818). Γερμανός ζωγράφος και μικρογράφος. Σπούδασε στη Λιψία και στη Δρέσδη, όπου σχεδίασε τις εικόνες στο βιβλίο του Λ. Στερν Αισθηματικό ταξίδι και ζωγράφισε τις προσωπογραφίες των πρεσβευτών της Σουηδίας και της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”